μόδιος

μόδιος
μόδιος
modius
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μόδιος — ο (Α μόδιος) βλ. μόδι …   Dictionary of Greek

  • μοδίοις — μόδιος modius masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοδίου — μόδιος modius masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοδίους — μόδιος modius masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοδίων — μόδιος modius masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοδίῳ — μόδιος modius masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόδιοι — μόδιος modius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόδιον — μόδιος modius masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηκτός — ή, όν, Α [ψήχω] φρ. «ψηκτὸς μόδιος» μόδιος*, γεμάτος ώς το στόμιο, χωρίς να σχηματίζεται σωρός (Στέφ. Βυζ.) …   Dictionary of Greek

  • спуд — род. п. а, под спудом. Из церк. языка: русск. цслав. спудъ (Остром., Изборн. Святосл. 1076 г.), ст. слав. спѫдъ μόδιος (Мар., Супр.), словен. sро̣̑d ведро , др. польск. spąd, сюда же (по Брюкнеру 508) нов. в. н. местн. н. Spandau. Сравнивают с… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”